- ξοανουργία
- ξοᾰνουργία, ἡ, = foreg., Luc.Syr.D.34.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξοανουργία — ξοανουργία, ἡ (Α) ξοανοποιία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξόανον + ουργία (< ουργός < ἔργον)] … Dictionary of Greek
ξοανουργίης — ξοανουργία fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)